Παρνασοῦ

Παρνασοῦ
Παρνᾱσοῦ , Παρνασός
lon
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ράμνος — ο / ῥάμνος, η, ΝΜΑ (σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα… …   Dictionary of Greek

  • σανοπώλης — ο, Ν πωλητής σανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανός + πώλης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο περιοδικό Επετηρίς Παρνασού] …   Dictionary of Greek

  • Φλόρα, Φραντσέσκο — (Flra, Κόλε Σάνιτα 1891 – Μπολόνια 1962). Ιταλός ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αντιφασίστας, υπήρξε συντάκτης του περιοδικού Κρίτικα, που άσκησε έντονη κριτική στον Μουσολίνι. Μετά την πτώση του φασισμού διηύθυνε πολλά λογοτεχνικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”